- ζωοπανήγυρη
- ημορφή εμπορικής πανήγυρης στην οποία εκτίθενται και πωλούνται μεγάλα ιδίως ζώα, ζωοπάζαρο, αλογοπάζαρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ)* + πανήγυρη. Η λ. στον λόγιο τ. ζωοπανήγυρις μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.